- ρυπαρογραφώ
- (ε) 1. αμετ.1) писать грязные пасквили; 2) заниматься порнографией; 2. μετ. писать или изображать что-л, в грязном, непристойном виде
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρυπαρογραφώ — έω, Ν [ρυπαρογράφος] γράφω και δημοσιεύω ρυπαρογραφήματα … Dictionary of Greek
ρυπαρογράφημα — το, Ν [ρυπαρογραφώ] δημοσίευμα με αισχρές εκφράσεις, ύβρεις ή ανυπόστατες κατηγορίες … Dictionary of Greek